Του Γιώργου Μαραγκόπουλου. Πτυχιούχου μηχανικού.
Μια οργανωτική προσέγγιση στις αποκρατικοποιήσεις.
Κατά γενικότερη παραδοχή οι αποκρατικοποιήσεις είναι ένα απαραίτητο βήμα για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, της κοινωνίας και δημιουργία υγιούς ανταγωνισμού. Οι σημερινές ΔΕΚΟ είναι τεράστιες μονολιθικές επιχειρήσεις που είναι δύσκαμπτες και γραφειοκρατικές.
Κάθε ΔΕΚΟ εξυπηρετεί και διαφορετικές ανάγκες της Ελληνικής κοινωνίας. Ο τρόπος, οι όροι και οι λόγοι που η κάθε μία από αυτές αποκρατικοποιείται πρέπει να εξετασθεί προσεκτικά και κατά περίπτωση.
Τα κοινά οργανικά στοιχεία όλων των ΔΕΚΟ είναι οι υποδομές (πχ δίκτυα διανομής), η παροχή υπηρεσιών και η παραγωγή του κοινόχρηστου αγαθού (πχ ηλεκτρικό ρεύμα για την ΔΕΗ). Οι ΔΕΚΟ λοιπόν είναι κυρίως επιχειρήσεις υποδομών και ως τέτοιες θα πρέπει να τις βλέπουμε. Η αποκρατικοποίηση λοιπόν θα πρέπει να αφορά τις υπηρεσίες και την παράγωγη του κοινόχρηστου αγαθού.
Οι υποδομές είναι πάντοτε πολύ ακριβές για να κατασκευαστούν και να συντηρηθούν. Αυτά τα χρήματα πάντοτε έβγαιναν από την τσέπη του Έλληνα φορολογούμενου. Μάλιστα επειδή η εμπορική εκμετάλλευση των υποδομών (παροχή υπηρεσιών), και η παραγωγή κοινόχρηστων αγαθών, έδινε τεράστια έσοδα, όλα παρέμειναν στο κράτος που τις κράτησε για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα δημιουργώντας ένα κρατικό μονοπώλιο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα τιμολόγια της ΔΕΗ είναι από τα πιο ακριβά στην τιμολόγησης της κάθε κιλοβατώρας. Με αυτόν τον τρόπο η ΔΕΗ διατηρεί την κερδοφορία της εις βάρος του Έλληνα πολίτη. Ακόμη χειρότερα το μονοπώλιο αυτό είναι τόσο ισχυρό που εξαναγκάζει τον έλληνα πολίτη να πληρώνει διαφόρων τύπων χαράτσια και πάγια όπως για παράδειγμα η εισφορά για την ΕΡΤ.
Το μονοπώλιο της ΔΕΗ λοιπόν πρέπει να σπάσει με την δημιουργία υγιούς ανταγωνισμού που να υπακούει πλήρως στους νόμους του κράτους. Το ίδιο το κράτος από την άλλη πρέπει να σταματήσει κάθε επιχειρηματική εργασία καθώς δεν είναι επιχειρηματίας αλλά ο ρυθμιστής που εξασφαλίζει την τήρηση των νόμων.
Αποκρατικοποίησης των υπηρεσιών.
Το κόστος της κατασκευής υποδομών είναι απαγορευτικό για να το αναλάβει μια ιδιωτική επιχείρηση ή ακόμη και όταν πρόκειται για συγχρηματοδότηση από μια ομάδα επιχειρήσεων. Οι υποδομές πρέπει να κατασκευάζονται, να συντηρούνται και να ελέγχονται από το κράτος ενώ η εμπορική τους εκμετάλλευση και η παραγωγή ενέργειας να γίνεται από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Έτσι η διαχείριση των υποδομών παραμείνει στο κράτος με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις θα συνεισφέρουν χρηματικά για την συντήρηση και επέκταση των δικτύων.
Η μείωση του κόστους για τον πολίτη θα προέρθεί μέσω του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Αυτό όμως επιφέρει και μείωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων που θα τις εξαναγκάσει τελικά να μειώσουν το κόστος τους. Αυτό συνήθως γίνεται μέσω βελτίωση των υπηρεσιών, βελτιστοποίηση της χρήσης του ανθρώπινου δυναμικού και των υποδομών, αλλά και με χρήση νέων τεχνολογιών. Με άλλα λόγια αυτά που αδυνατεί να κάνει το κράτος σήμερα.
Ένα συγκριτικό πλεονέκτημα αυτού του τρόπου ανταγωνισμού είναι ότι θα υπάρχει διαφάνεια σε όλες τις κατασκευές υποδομών. Αυτό γιατί οι ιδιωτικές επιχειρήσεις θα προσπαθήσουν να κρατήσουν το κόστος τους μειωμένο. Έτσι θα αντιδράσουν έντονα σε κάθε απόπειρα υπερκοστολόγησης του έργου επέκτασης του δικτύου αφού το χρηματοδοτούν οι ίδιες.
Βεβαίως αύτη η μέθοδος έχει και το μειονεκτήματα ότι οι κρατικοί μηχανισμοί δεν υιοθετούν τεχνολογικές καινοτομίες εύκολα και γρήγορα. Παράδειγμα αποτελεί η βραδύτητα με την όποια απέκτησε η χώρα ευρυζωνική πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Αυτό το θέμα μπορεί να λυθεί εύκολα εάν η εταιρεία που διαχειρίζεται τις υποδομές υιοθετεί μια τεχνολογική καινοτομία άμεσα όταν του το ζητήσει μία (ή μια ομάδα) από τις εταιρείες εμπορικής εκμετάλλευσης. Αυτό βέβαια εφόσον το κόστος της έχει καλυφθεί).
Προτεινόμενος τρόπος λειτουργίας και ανάπτυξη της αγοράς ενέργειας
Η ΔΕΗ μαζί με την ΔΕΠΑ ανήκουν στις ΔΕΚΟ που δραστηριοποιούνται στην αγορά ενέργειας. Έτσι λοιπόν είναι θεμιτό ότι ο τρόπος που λειτουργεί η αγορά μπορεί να είναι κοινός και για τις δύο υπό προϋποθέσεις.
Το δίκτυο της ΔΕΗ είναι στην ουσία ένα κλειστό κύκλωμα και είναι το ίδιο μέρος ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού δικτύου ηλεκτροδότησης. Έτσι είναι δυνατόν μία χώρα να εισάγει ενέργεια από μια γειτονικής της με την δημόσια εταιρεία ηλεκτροδότησης να πληρώνει τις επιπλέον κιλοβατώρες που καταναλώνονται.
Το μοντέλο λειτουργίας της αγοράς που προτείνεται είναι η ΔΕΗ απλώς να κάνει μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος από τους παραγωγούς στον οποιονδήποτε πελάτη έχουν συντάξει σύμβαση. Έτσι τον πρώτο καιρό είναι φυσικό ότι θα αναγκαστούμε (όπως άλλωστε και τώρα) να κάνουμε εισαγωγές ενέργειας από το εξωτερικό πληρώνοντας την πολύ πιο ακριβά. Αυτό θα προσελκύσει όμως στην χώρα και ενεργειακούς επενδυτές (π.χ. Επιχειρήσεις ενέργειας άλλων ευρωπαϊκών χωρών) που θα στήσουν στην Ελλάδα τις δικές τους μονάδες παρέχοντας φθηνότερη ενέργεια. Έτσι με την πάροδο του καιρού και σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα το ενεργειακό ισοζύγιο να αρχίσει να βελτιώνεται μέχρι να γίνε επιτέλους θετικό.
Εδώ βεβαίως τίθεται το θέμα για το τι γίνεται όταν κάποια ενεργειακή αρχίζει και πουλά περισσότερη ενέργεια από αυτή που παράγει, και ποιος είναι ο μηχανισμός που μπορούμε να το σταματήσουμε.
Σε αυτή την περίπτωση η ΔΕΗ θα αγοράζει τον ηλεκτρισμό από άλλες επιχειρήσεις του κλάδου (ή από το εξωτερικό) σε μια προκαθορισμένη ανώτατη τιμή και θα χρεώνει το κόστος της στην εταιρεία που πούλησε παραπάνω από όσο παρήγαγε. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφύγουμε τον φαινόμενο του αθέμιτου ανταγωνισμού.
Η ΔΕΠΑ είναι όπως είπαμε παρόμοια περίπτωση. Η διαφορά στην περίπτωση της ΔΕΠΑ είναι ότι το σύστημα διανομής του φυσικού αερίου δεν είναι κλειστό και κατευθύνεται μονάχα προς μία κατεύθυνση (προς Αθήνα) που έχει και την μεγαλύτερη κατανάλωση. Επιπλέον σχεδιάζεται αυτή την στιγμή η συνένωση με το Ιταλικό σύστημα αγωγών. Βεβαίως το μεγάλο θέμα είναι τι θα γίνει με τα αποθέματα φυσικού αερίου που υπάρχουν στο αιγαίο. Από ότι αρχίζει να διαφαίνεται επιτέλους οδηγούμαστε στην ανακήρυξη ΑΟΖ και τελικά στην εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να δώσουμε τα Ελληνικά κοιτάσματα για εκμετάλλευση.
Το σύστημα διανομής έχει μια συγκεκριμένη χωρητικότητα φυσικού αερίου. Κάθε φορά που κάποιο αφαιρείται για χρήση αμέσως αναπληρώνεται από κάποια επιχείρηση εκμετάλλευσης κοιτάσματος. Έτσι εάν καταναλωθεί μια ποσότητα στην Αθήνα μπορεί να αναπληρωθεί στο σύστημα από ένα κοίτασμα νότια της Κρήτης ή από ένα κοίτασμα από το Ιόνιο πέλαγος.
Δεν έχει σημασία σε ποιο σημείο θα μπαίνει το αέριο στο σύστημα. Ούτε από ποια εταιρεία μπαίνει. Αυτό που έχει σημασία είναι το φυσικό αέριο που εισέρχεσαι στο σύστημα, να είναι τις ίδιας σύνθεσης και ποιότητας από όποια πηγή και εάν προέρχεται. Έτσι πρέπει να δημιουργηθεί ένα πρότυπο τυποποίησης της χημικής σύνθεσης και της ποιότητας του φυσικού αερίου. Ακόμη και εάν το σύστημα διανομής δεν είναι κλειστό αυτή η πρακτική μπορεί να εφαρμοστεί αφού τελικά όλοι οι αγωγοί θα φτάνουν και θα συνενώνονται στην Αθήνα. Έτσι κάποια εταιρεία μπορεί να συμπληρώσει το έλλειμμα που προκάλεσε σε κάποια άλλη εταιρεία, στην Αθήνα.
Εδώ βεβαίως τίθεται το ερώτημα τι ακριβώς πρέπει να γίνει εάν κάποια εταιρεία κάνει συμβάσεις μεγαλύτερες από αυτό που μπορεί να δώσει. Η απάντηση είναι παρόμοια με αυτό που προτείνεται για την ΔΕΗ. Η ΔΕΠΑ θα αγοράσει το φυσικό αέριο σε μια ανώτατη προκαθορισμένη τιμή από κάποια άλλη εταιρεία βάζοντας το κόστος αυτό σαν χρηματικό πρόστιμο στην εταιρεία που έκανε αυτό το σφάλμα.
Μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί στον τρόπο με τον οποίο θα εξαπλώνονται οι υποδομές καθώς επίσης και στην εκμετάλλευση των αποθεμάτων. Τα αποθέματα φυσικού αερίου είναι εθνικός πόρος. Έτσι παρά το γεγονός ότι η εκμετάλλευση τους θα γίνεται από ιδιωτικές εταιρείες θα πρέπει τουλάχιστο η εγκατάσταση για όλους τους Έλληνες να γίνεται χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.
Η επέκταση του δικτύου, από πόλη σε πόλη και από χωρίο σε χωρίο, θα πρέπει να χρηματοδοτείται από την εταιρεία που διαχειρίζεται την υποδομή, τις εταιρείες που την εκμεταλλεύονται εμπορικά και εάν είναι δυνατόν κοινοτικά κεφάλαια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου